Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαννάρα — μαννάρα, ἡ (Μ) 1. αμφίστομο ξίφος 2. τσεκούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mannara] … Dictionary of Greek
μαννάρι — μαννάρι, τὸ (Μ) τσεκούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαννάρα, κατά τα ουδέτερα σε ι] … Dictionary of Greek